ΛΑΧΑΝΑ
Στο ψυγείο μου, εκτός από ξεχασμένα τάπερ, βάζα, βαζάκια και μερικά μπουκάλια με αλκοόλ, πάντα βρίσκεται ένα λάχανο. Τυλιγμένο συνήθως μέσα σε νάιλον σακούλα είναι πάντα εκεί, περιμένοντας καρτερικά την ώρα που θα αντιμετωπίσει το κοφτερό μαντολίνο. Είναι το αγαπημένο λαχανικό, με το οποίο απολαμβάνω να συνοδεύω τα γεύματά μου. Εκτός από τη δροσερή του γεύση και την τραγανή του υφή, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους αγαπώ το λάχανο. Θα ακουστεί παράξενο, αλλά οι συγκεκριμένοι λόγοι δεν έχουν καμία σχέση με τις γευστικές του ποιότητες ή την υψηλή διατροφική του αξία. Η ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφω για αυτό το ταπεινό, ποώδες φυτό της οικογένειας των κραμβοειδών, προκύπτει από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κατέχει. Με τις αλλεπάλληλες στρώσεις των φύλλων του προστατεύει την εσωτερική του φρεσκάδα και την τρυφερή του καρδιά, με τρόπο παρόμοιο, που ο άνθρωπος αναπτύσσει τις άμυνές του και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς για να τα βγάλει πέρα με τους άλλους και τον εαυτό του. Επίσης το λάχανο μπορεί να παραμείνει μέσα στο ψυγείο για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιωθεί. Πολύ περισσότερο από τα περισσότερα λαχανικά. Είναι ανθεκτικό, όπως και ο άνθρωπος. Κάπου εδώ όμως, παύει η σύγκριση με το αγαπημένο μου λαχανικό και εκμεταλλεύομαι την αναλογία για να αναφερθώ σε κάτι βαθύτερο. Τι σημαίνει τελικά να αντέχει κανείς; Είναι αρκετή αυτή η λέξη για να περιγράψει όλα όσα υπονοεί; Λέγοντας απλώς ότι κάποιος αντέχει είναι σαν να τον εξισώνουμε με κάτι άψυχο, με ένα πράγμα αφημένο κάπου, χωρίς δική του νόηση και αισθητηριακή ικανότητα. Σαν να είναι μια πέτρα, που ό,τι και να πάθει θα παραμείνει μια πέτρα, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση, χωρίς ούτε ένα σημάδι. Παρομοιάζοντας την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και την ψυχική κατάσταση με ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, περιορίζουμε την κατανόησή μας για αυτές και παραγνωρίζουμε κάθε είδους εσωτερική διεργασία. Και εκεί, στο εσωτερικό, φωλιάζουν οι υποκειμενικές μας εμπειρίες, οι φόβοι και τα άγχη μας, κάτω από την επιφάνεια είναι που συντελούνται οι πιο σημαντικές διεργασίες. Λέμε ψυχική αντοχή, ενώ θα ήταν ακριβέστερο και ορθότερο να λέγαμε ότι ο τάδε καταπιέζει τις ενορμήσεις του ή έχει απωθημένες τραυματικές εμπειρίες. Ο δείνα κατατρώγεται από άγχος και νευρώσεις, ένας άλλος καθοδηγείται από την αχαλίνωτη ναρκισσιστική διαταραχή του και ακόμα ένας συντηρεί εμμονές, ιδεοληψίες ή απλώς αρνείται την εξωτερική πραγματικότητα. Μια ανάλυση αυτής της τάξης θα έδειχνε βαθύτερη κατανόηση του ίδιου μας του εαυτού, του προσωπικού μας υλικού από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι οδηγώντας μας σε ουσιαστικότερες λύσεις. Αντιθέτως, με τρόπο απλοϊκό, συνηθίζουμε να τσουβαλιάζουμε ένα σωρό πολύπλοκες και χρόνιες διεργασίες, συμπεριφορές και γνωρίσματα με μια λέξη. Αντοχή. Μια συνήθεια που αναπόφευκτα μας οδηγεί σε παρερμηνείες, απλουστεύσεις και εν τέλη σε μια ελλιπή γνώση του ίδιου μας του εαυτού. Γι’ αυτό αγαπώ το λάχανο, γιατί τουλάχιστον εκείνο αντέχει χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει κάτι παραπάνω για το ίδιο. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς, σε αντίθεση με εμάς.
ΤΕΤΑΡΤΕΣ
Στον χώρο αναμονής στο ισόγειο γραφείο τού Ε.Κ. υπάρχουν τέσσερις πολυθρόνες, αλλά μόνο η μία είναι ελεύθερη να καθίσει κάποιος. Στις υπόλοιπες είναι στοιβαγμένα βιβλία, ντοσιέ και γραφική ύλη. Τα έπιπλα είναι βαριά, περασμένων δεκαετιών. Κάθε Τετάρτη, τα τελευταία πέντε χρόνια βρίσκομαι πάντα εκεί, στην ώρα μου εκτός από ένα βράδυ που οι δρόμοι είχαν κλείσει από απεργούς που διαμαρτύρονταν για λόγους άγνωστους σε εμένα. Παρόλη τημεγάλη μου καθυστέρηση ο Ε.Κ. δεν ήταν διατεθειμένος να αναβάλουμε τη συνεδρία. Κάποιες φορές που δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει την προηγούμενη συνεδρία μου λέει χαρακτηριστικά «περιμένετε λίγο;» κι εγώ περιμένω λίγο καθισμένος στην καφέ δερμάτινη πολυθρόνα, χαζεύοντας τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων που είναι τοποθετημένα στα ράφια της βιβλιοθήκης και στην πολυθρόνα δίπλα μου. Μια μικρή κλεψύδρα υπογραμμίζει το σταμάτημα του χρόνου και οι ερμητικά κλειστές, βαριές κουρτίνες εντείνουν τον διαχωρισμό του έξω με το μέσα. Στο μεταξύ, και κόντρα στην ίδια την ουσία του ελεύθερου συνειρμού, προσπαθώ να οργανώσω μια θεματολογία για να μη βρεθώ εκτεθειμένος στο ντιβάνι του Ε.Κ. Κάθε Τετάρτη βράδυ λοιπόν, τα τελευταία πέντε χρόνια, διασχίζω τον στενό διάδρομο που ενώνει την αίθουσα αναμονής με τον κυρίως χώρο, για να καταλήξω στο ντιβάνι της ανάλυσης. Εκεί που κάποιες φορές δεν λέγεται τίποτα και άλλες τα πάντα. Πολύ συχνά μπορεί να περάσει αρκετή ώρα -από πέντε λεπτά έως και μισή ώρα- μέχρι να υπερβώ το άγχος του λόγου και να ανοίξω το στόμα μου. Να ξεκινήσω να μιλάω προσπαθώντας να βρω έναν ρυθμό. Έναν ρυθμό που συχνά παίρνει τη μορφή σπονδυλωτού σεναρίου, χωρισμένο σε μικρές παράλληλες ιστορίες. Για μια ταινία που αντί ενός κεντρικού χαρακτήρα, έχει έναν μεγάλο κομπάρσο και πολλούς μικρούς και μεγάλους Άλλους. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να μην παραδίνομαι στο άγχος με ευκολία και πάντα με πιάνει ντροπή για την επιμονή παρόλα τα χρόνια που έχουν περάσει. Κάποιες φορές το αποδίδω σε κάποιου είδους παγιωμένης ψυχικής στρατηγικής, άλλες σε κάποιο παιδικό τραύμα και άλλες απλώς, σε απατηλή υπεραπόλαυση. Υπάρχουν στιγμές, ξαπλωμένος στο ντιβάνι, που αισθάνομαι το σώμα μου τόσο άκαμπτο που είναι έτοιμο να σπάσει. Το μόνο ζωτικό σημείο είναι η αναπνοή μου. Άλλες φορές πάλι, το βλέμμα μου ταξιδεύει στον χώρο πέφτοντας πάνω στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που διακοσμούν τις κουρτίνες, τα οποία αποκτούν μορφή και θυμίζουν προτομές αρχαίων φιλόσοφων. Σε αντίθεση με τη σταματημένη κλεψύδρα στον χώρο αναμονής, εδώ μέσα ο χρόνος τρέχει· και καλό θα ήταν να τρέχει προς όφελός μου, όπως και έξω από δω. Ο Ε.Κ. συχνά πυκνά φροντίζει να μου το υπενθυμίζει σιωπηλά, με μη λεκτικά σημεία, όπως με μερικά ελαφριά χτυπήματα των δακτύλων πάνω στα βιβλία που είναι ακουμπισμένα στο δεξί μπράτσο της πολυθρόνας του ή ένα ελαφρύ ξεφύσημα. Αυτό συμβαίνει συνήθως, όταν η σιωπή μου παρατείνεται αρκετά. Σιωπή. Σιωπή. Λέξεις, αναμνήσεις, γεγονότα. Ελάχιστα, έως καθόλου όνειρα. H μετακίνηση από την απόλαυση του συμπτώματος στη γνώση του, και έπειτα στην απόλαυση της γνώσης του συμπτώματος είναι κοπιώδης και χρονοβόρα. To ψυχικό άλμα πάνω από τις αντιστάσεις και τις άμυνες δεν είναι εύκολο. Αξίζει όμως. Ώρα για συμμάζεμα, ανακεφαλαίωση και κλείσιμο. Προσπαθώ να συγκρατήσω λέξεις κλειδιά, να τις πάρω μαζί μου. Σαν να πρόκειται για κάποιες πολύτιμες οδηγίες που δεν θα μπορούσα να βρω με άλλον τρόπο και πρέπει να διαφυλάξω. Όμως δεν λειτουργεί έτσι η ανάλυση. Η πρακτική είναι υπό εξέλιξη έτσι κι αλλιώς. Διασχίζω ξανά τον στενό διάδρομο, αυτή τη φορά προς την αντίθετη κατεύθυνση, την έξοδο. Ανακουφισμένος, όχι πάντα για τους σωστούς λόγους, βγαίνω έξω και περπατώ ελαφρώς βυθισμένος στις σκέψεις. Άλλες φορές πάλι, νιώθω σαν να φωτίστηκε ένα ακόμη σκοτεινό σημείο του εσωτερικού μου τοπίου. Σαν να σχηματίστηκε ακόμη μια ρωγμή στο βαρύ κέλυφος της επανάληψης, που χρόνια κουβαλάω στην πλάτη μου. Την επόμενη Τετάρτη, με χαρακτηριστική συνέπεια θα επαναληφθεί το ίδιο τελετουργικό.
ΣΤΗ λαϊκΗ
Στην πλαϊνή πλευρά του ψυγείου, στο μικρό κενό που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτό και στα κοραλί ντουλάπια της κουζίνας στριμώχνεται μια πάνινη τσάντα τροφίμων γνωστής γερμανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Το καταλαβαίνει κανείς και από το ευμεγέθες λογότυπο που είναι τυπωμένο πάνω της. Έχει ικανοποιητική χωρητικότητα, αλλά τα χερούλια της είναι κοντά με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο να μπορεί να κρεμαστεί στον ώμο, οπότε αναγκαστικά την παίρνω στο χέρι. Το παράδοξο με αυτή την πάνινη τσάντα τροφίμων είναι ότι σπανίως εκτελεί τα καθήκοντά της, κι αυτό γιατί συνήθως την ξεχνώ κρεμασμένη στο πλαϊνό τοίχωμα του ψυγείου, να ασφυκτιά ανάμεσα σε αυτό και τα κοραλί ντουλάπια. Η λαϊκή αγορά στήνεται στη γειτονιά μου κάθε Σάββατο, από πολύ νωρίς το πρωί και διαφέρει αρκετά από τις υπόλοιπες κατά την άποψή μου. Αν σταθεί κανείς στην πλευρά της Καλλιδρομίου με κατεύθυνση το πεδίο του Άρεως και μισοκλείσει τα μάτια, καταφέρνει να συμπιέσει στο οπτικό του πεδίο παλιούς κάτοικους, τουρίστες, βροντόφωνους πωλητές, πολύχρωμα ζαρζαβατικά όλων των ειδών, φυτά και λουλούδια, διάφορα είδη οικιακής χρήσης, κατοικίδια και αδέσποτα, καρότσια με μωρά, καρότσια που κάνουν σλάλομ, καπνούς από ψησταριές, μουσικούς του δρόμου και ένα σωρό πράγματα ακόμα. Αν πάλι σταθεί στην αντίθετη πλευρά της Καλλιδρομίου και κάνει το ίδιο μισοκλείσιμο των ματιών, σε αυτή την περίπτωση το βλέμμα θα καταλήξει στον λόφο του Λυκαβηττού, περνώντας πρώτα από το φιλόξενο Α.Τ. Εξαρχείων. Κάθε Σάββατο συνήθως ξυπνώ αργά, παραλείποντας να κάνω πρωινό ντους, και κατεβαίνω στη λαϊκή αναζητώντας εκτός των απαραίτητων προμηθειών και μια αίσθηση κανονικότητας, κι ας είναι επίπλαστη. Την καλοδέχομαι ευχάριστα. Με ανάλαφρη διάθεση ανεβαίνω την ανηφορίτσα και σύντομα συναντώ τους πρώτους πάγκους. Εκεί μπορεί κανείς να βρει σφουγγαράκια για τα πιάτα, γάντια λαστιχένια, μανταλάκια, σχοινί για τα ρούχα, υγρά καθαρισμού και μια αξιοσημείωτη ποικιλία σε χαρτικά, όπως επίσης και αυτό το κάτι που συνήθως θυμάται ότι του λείπει αφού έχει επιστρέψει στο σπίτι. Λίγο παρακάτω στην απέναντι πλευρά βρίσκεται ο πάγκος με τα ενδύματα. Τα πιο προνομιούχα αιωρούνται, κρεμασμένα πάνω σε σύρματα. Κινούνται ρυθμικά σε ένα είδος ελεύθερου χορού που δημιουργείται από τον αέρα των περαστικών που διασχίζουν τον δρόμο. Φόρμες, πιτζάμες, κάλτσες, εσώρουχα, φορέματα, παντελόνια, νυχτικά, μπλούζες, στοιβάζονται με μια περίεργη τάξη, πληθωρικά, σε όλα τα χρώματα και σχέδια. Περιμένουν να συναντηθούν με άγνωστα σώματα και να αποκτήσουν τις μυρωδιές τους. Μήπως έτσι καταφέρουν να διώξουν την οσμή που προσδίδουν τα συνθετικά υλικά χαμηλής ποιότητας από τα οποία είναι φτιαγμένα. Αμέσως μετά στη σειρά, βρίσκεται η ψησταριά που ταΐζει πολλούς από όσους εργάζονται στη λαϊκή. Η ανατροπή στους ρόλους έρχεται από τη γυναικεία φιγούρα που ψήνει σουβλάκια και λουκάνικα με άριστα συντονισμένες κινήσεις. Το περίσσιο λίπος στάζει πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα και μετατρέπεται σε πυκνό νέφος που στέλνει σήματα καπνού στους πεινασμένους. Χορτάτος από τη μυρωδιά και άδειο στομάχι συνεχίζω -τον μέχρι στιγμής αναποτελεσματικό περίπατο- μέχρι που φτάνω μπροστά στον πάγκο με τα ψάρια. Πάντα μου φέρνει αναμνήσεις από μέρες χαρούμενες και ιωδιούχες. Κοιτάζω τα θαλασσινά τοποθετημένα πάνω σε λόφους θρυμματισμένου πάγου προσπαθώντας να επιλέξω κάτι για να βάλω στον φούρνο. Ταμπελάκια με ονόματα νησιών βρίσκονται διάσπαρτα καρφωμένα στους λόφους του θρυμματισμένου πάγου και υποδεικνύουν την προέλευση. Η ιδιαίτερη συμπάθεια που μπορεί να αισθάνομαι για κάποιο συγκεκριμένο νησί, είναι ίσως και το ισχυρότερο κίνητρο για να επιλέξω κάτι, λες και θα το φάω στο νησί που ψαρεύτηκε. Διαλέγω κάτι για να το παραλάβω στην επιστροφή, καθαρισμένο. Κάπου στο μέσο της λαϊκής το πρώτο τικ στη νοητή λίστα με τα ψώνια είναι γεγονός. Είναι μια χαλαρή λίστα, σαν να θέλει να πάει κόντρα στην ίδια της την ουσία. Κι αυτό, γιατί συνεχώς μεταβάλλεται και προσαρμόζεται αναλόγως των παρορμήσεων αλλά και με την εικόνα που έχουν τα προϊόντα στους πάγκους. Πιθανόν να είναι μια αποτυχημένη λίστα κρίνοντας τη σταθερότητά της, η σκέψη της οποίας όμως, προσφέρει κάποιο σκοπό στη φαινομενικά αυθαίρετη πορεία μου. Σειρά τώρα, έχουν τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα. Δυσκολεύομαι να διαλέξω, όλα δείχνουν όμορφα. Επίσης, συνήθως νομίζω ότι παρακάτω θα βρω καλύτερα, με αποτέλεσμα να ξεχνώ σε ποιον πάγκο εντόπισα τις πιο κόκκινες τομάτες, τις πιο καλόσχημες μπανάνες. Επικρατεί μια αφθονία που μου προκαλεί άγχος. Οι στεντόρειες φωνές που βγαίνουν από τα ανάγλυφα πρόσωπα των πωλητών και συναγωνίζονται για να κάνουν τα κεφάλια των περαστικών να γυρίσουν, με αποπροσανατολίζουν. Συχνά συσχετίζω τησυμπάθεια ή μη προς αυτά με την ποιότητα των προϊόντων. Στην αρτηρία, που διασχίζει τους διαδοχικά παραταγμένους πάγκους της αφθονίας πηγαινοέρχονται άνθρωποι από όλες τις τάξεις και φυλές, όλες τις κουλτούρες και υποκουλτούρες, με παλμό που χτυπάει ανάλογα με το που υπάρχουν τα πιο φθηνά, τα πιο όμορφα ή τα πιο εξωτικά προϊόντα. Προσπαθώ να θυμηθώ ψυχαναγκαστικά τη λίστα μου και να πάρω λίγη ικανοποίηση από την ολοκλήρωσήτης. Το επόμενο Σάββατο θα κατέβω ξανά στη λαϊκή, με μια ελαφρώς διαφορετική λίστα, και την ελπίδα ότι ίσως αυτή τη φορά καταφέρω να την ολοκληρώσω αποτελεσματικότερα. Ή ακόμα καλύτερα, χωρίς καθόλου λίστα.
ΠΡΩΙΝΟ ΝΤΟΥΖ
Κάθε πρωί ξυπνάω. Συνήθως όσο πιο αργά μπορώ. Τις περισσότερες μέρες μετά το πρώτο άνοιγμα των ματιών συνεχίζω να στριφογυρίζω κάτω από τα σκεπάσματα για αρκετή ώρα. Μέχρι να με πιάσει ναυτία από το στριφογύρισμα. Το μπάνιο είναι μεσοτοιχία με το υπνοδωμάτιο. Το βρίσκω αρκετά βολικό αυτό, γιατί με τα μάτια μισάνοιχτα, μισοκοιμισμένος ακόμα, το φτάνω εύκολα. Κάθε πρωί με το πρώτο ξυπνητήρι σηκώνομαι για να ανοίξω τον θερμοσίφωνα και αμέσως επιστρέφω στα ζεστά σκεπάσματα. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το καθημερινό τελετουργικό του πρωινού μπάνιου βοηθάει με τις ναυτίες, αλλά είναι σίγουρα ένας από τους λόγους για να βγω από τα σκεπάσματα. Κάποιον άλλο δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα. Κάνοντας οχτώ βήματα -στο τέταρτο κλείνω τον θερμοσίφωνα- βρίσκομαι μπροστά από την μαυρόασπρη, ριγέ κουρτίνα του μπάνιου. Περνάω προσεκτικά το κατώφλι της μπανιέρας και γυρίζω τη βάνα του ζεστού νερού τόσο, ώστε μετά βίας να αντέχω το καυτό νερό. Καθώς στέκομαι ακινητοποιημένος σαν άγαλμα κάτω από το τρεχούμενο νερό, ακινητοποιούνται και οι σκέψεις μου, πράγμα πολύ σπάνιο. Ο χρόνος που περνάω μέσα στην μπανιέρα είναι ενοχικά απολαυστικός. Εκεί, στο πιο μικρό δωμάτιο του σπιτιού συμβαίνει κάτι παράδοξο, παραδίνομαι ολοκληρωτικά σε αυτό που ο Φρόυντ ονόμασε «αρχή της της ευχαρίστησης»· στο πιο μικρό δωμάτιο του σπιτιού, εγώ νιώθω τημεγαλύτερη ικανοποίηση. Με τον όρο αυτό περιγράφει την ανθρώπινη ψυχική λειτουργία, μέσω της οποίας οι άνθρωποι αποζητούν να καλύψουν την ανάγκη τους για ευχαρίστηση και την τάση να αποφύγουν τον πόνο, στην προσπάθεια να ικανοποιήσουν τις βιολογικές και ψυχολογικές τους ανάγκες. Στα γρήγορα, αυτό που συμβαίνει κάτω από τη μύτη μας είναι το εξής: καθώς μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε αναπτύσσοντας ένα δομημένο εγώ, η πραγματικότητα έρχεται να ισοπεδώσει την τάση μας για απόλαυση. Έτσι το άτομο καταπιέζει τα ένστικτα και τις ενορμήσεις του, ακόμα και την ίδια του την επιθυμία, με αποτέλεσμα να νιώθει ότι ασφυκτιά. Δια στόματος Φρόυντ «το εγώ, όταν εκπαιδευτεί γίνεται λογικό, δεν κυριαρχείται πλέον από την αρχή της ηδονής, αλλά υπακούει την αρχή της πραγματικότητας, που επίσης στο βάθος αποζητά την απόκτηση ευχαρίστησης, αλλά ευχαρίστηση που την εξασφαλίζει λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα υποταγμένο στις νόρμες του πολιτισμού μας, ακόμα και αν η ευχαρίστηση αναβάλλεται και λιγοστεύει». Δεν είμαι σίγουρος για τα επίπεδα ωριμότητάς μου και πόσο καλά δομημένο είναι το εγώ μου. Πάντα ήμουν επιρρεπής στην αποδόμηση. Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «ωριμότητα», σχηματίζω στο μυαλό μου την εικόνα ενός παραγινωμένου φρούτου που κρέμεται από το κλαδί ενός δέντρου κάτω από τον καυτό, καλοκαιρινό ήλιο. Είναι τόσο ώριμο, που κάποια στιγμή αποφασίζει να αποχωριστεί το κλαδί στο πλαίσιο της επιθυμίας του για αυτονομία με αποτέλεσμα να συνθλίβεται ζουμερά στο έδαφος. Σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση λέει εμφατικά ο πρωταγωνιστής σε μια ταινία του Ματιέ Κασοβίτς. Κάθε πρωί υποτάσσομαι στην υπεραπόλαυση του υγρού στοιχείου, προσπαθώντας έτσι να αποφύγω το τρίπτυχο ωριμότητα - πτώση - πρόσκρουση. Και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Κάτω από το καυτό νερό, η ηδονή μου είναι απερίγραπτη, με κατακλύζει πλήρως. Κανείς δεν μπορεί να την κλέψει ή να την υπερβεί. Ή σχεδόν κανείς. Η αρχή της πραγματικότητας καιροφυλακτεί. Σε αναλογίες πρωινού μπάνιου θα μπορούσε να είναι η, αντικειμενικά μετρήσιμη σε λίτρα, χωρητικότητα ζεστού νερού του θερμοσίφωνα. Θα ήταν αστείο τα διαφημιστικά φυλλάδια για τους θερμοσίφωνες να έχουν τίτλους όπως «ατελείωτα λίτρα απόλαυσης» ή «θερμοσίφωνες Elco, σκεύη ηδονής». Θα έδινε μια περισσότερο παιχνιδιάρικη διάσταση σε αυτές τις άκομψες συσκευές, που με τη χωρητικότητά τους σε λίτρα αυξάνουν ή μειώνουν τα περιθώρια της πρωινής μου απόλαυσης. Το νερό κρυώνει σιγά - σιγά και οι σκέψεις σπάνε την ακινησία τους, παίρνοντας θέση ξανά μέσα στο αχνιστό μου κεφάλι, επαναφέροντάς με σε μια ομιχλώδη πραγματικότητα. Είναι κάπως ανακουφιστική η επιστροφή των σκέψεων. Φαντάσου να ζεις με ένα κεφάλι άδειο από σκέψεις, πόσο ελαφρύ και ασήκωτο θα ήταν.
ΣΥΜΠΤΩΜΑ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ - ΑΠΟΛΑΥΣΗ
ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Το κέντρο αυτής της πόλης έχει καταντήσει ανυπόφορο τον τελευταίο καιρό. Αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια απέραντη σκηνή παίζοντας σε κάποιο θέαμα που δεν τελειώνει ποτέ. Ακούμπησα το ποδήλατο στο ξερακιανό δέντρο στο πεζοδρόμιο και κατευθύνθηκα στο μπαρ. Ο Α. βρισκόταν στη συνηθισμένη του θέση πάνω στον ανοξείδωτο πάγκο πάνω από τα ψυγεία. Στο ένα χέρι κρατούσε στριφτό τσιγάρο και στο άλλο το κινητό. Πήρα θέση στη δεξιά άκρη της μπάρας, στο σημείο που τελειώνει, σχηματίζοντας ένα τέλειο ημικύκλιο, ώστε να έχω οπτική επαφή με το ποδήλατο. Αν και είχα την αλυσίδα με το λουκέτο μαζί αποφάσισα απλώς να το στηρίξω πάνω στο δεντράκι. Τεχνητό σασπένς κι αχρείαστο. Ο Α. ακούμπησε το ποτό μου πάνω στο χάρτινο σουβέρ και αφού φλυαρήσαμε λίγο μου είπε με ελαφριά απάθεια, πως αρρωσταίνει σχετικά σπάνια, αλλά ακόμα και όταν συμβαίνει αυτό συνήθως το καταλαβαίνει από την προηγούμενη. Χαμογέλασα και του απάντησα πως στη δική μου περίπτωση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο κόσμος ήταν λιγοστός, γεγονός που με έκανε να νιώθω μια άνευ σημασίας άνεση στο χώρο. Μια παρέα τριών κοριτσιών έπινε το κρασί της και συζητούσε στο τραπέζι ακριβώς μπροστά μου. Θυμήθηκα ότι είχαμε γνωριστεί με τη μια εξ’ αυτών στην ταβέρνα του Μήτσου στη Δονούσα, το προηγούμενο καλοκαίρι. Τρώγαμε και πίναμε ένα βράδυ μετά τη θάλασσα σε ένα από αυτά τα τραπέζια που ξεκινούν με δυο - τρεις και τελικά καταλήγουν σε μικρό, ιδιωτικό πανηγύρι. Εκείνη δεν με αναγνώρισε, αλλά ούτε κι εγώ έκανα κάποια προσπάθεια. Στην μπάρα εκτός από μένα καθόταν δίπλα μου και δυο κλασικοί θαμώνες, όπως και ένα ζευγάρι στο πρώτο ή δεύτερο ραντεβού. Αμφιταλαντευόμουν για το αν θα έπαιρνα ακόμα ένα ποτό ή τον δρόμο για το σπίτι. Το δίλλημα απαντήθηκε γρήγορα με ένα νεύμα στον Α. Δεν είχα καμία διάθεση για φλερτ και όλοι έδειχναν απορροφημένοι στον μικρόκοσμό τους, τα σύνορα του οποίου έφταναν μέχρι την περιφέρεια του στρογγυλού μαρμάρινου τραπεζιού που καθόταν. Πλήρωσα κάπως βιαστικά και βγήκα έξω. Ανέβηκα στο ποδήλατο και αφέθηκα στην κατηφόρα. Ο αέρας στο πρόσωπο ήταν αναζωογονητικός. Πήρα το ποδήλατο στον ώμο και ελαφρώς λαχανιασμένος ανέβηκα τα τρία πατώματα που χωρίζουν το ισόγειο από το διαμέρισμά μου, εκατέρωθεν του οποίου κατοικούν δυο ηλικιωμένοι κύριοι αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο κύριος από το δεξί διαμέρισμα έχει μια ελαφρώς στριφνή έκφραση, η οποία υποχώρησε λίγο για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα που συναντηθήκαμε στα σκαλιά της πολυκατοικίας με τα ψώνια της λαϊκής. Προσπαθούσε, με ολοφάνερη δυσκολία, να ανεβάσει το καροτσάκι του που ήταν γεμάτο με ψώνια. Βλέποντάς τον να δυσκολεύεται, του πρότεινα να τον βοηθήσω. Δεν δέχτηκε. Τουλάχιστον από εκείνη τη μέρα και έπειτα σταμάτησε να μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις του τύπου, «πόσοι μένετε στο διαμέρισμα» και άλλα παρόμοια, κάθε φορά που συναντιόμασταν. Αργότερα έμαθα πως είναι συνταξιούχος αντιεισαγγελέας. Τα υπνοδωμάτιά μας είναι μεσοτοιχία και αρκετά βράδια που ξαπλώνω νηφάλιος δεν με αφήνει να κοιμηθώ από το ροχαλητό. Άλλες φορές πάλι, ξυπνάω από το εκκλησιαστικό πρόγραμμα που ακούει στο ραδιόφωνο. Ο κύριος του αριστερού διαμερίσματος από την άλλη, φαίνεται διαμετρικά αντίθετος. Τον γνώρισα ένα μεσημέρι στονδιάδρομο βγαίνοντας από το ασανσέρ. Λίγο πριν αυτό φτάσει στο τρίτο πάτωμα άκουσα μερικά ελαφριά χτυπήματα στην πόρτα του. Στεκόταν μερικά βήματα πίσω της και μου εξήγησε ότι την χτύπησε για να αντιληφθεί αυτός που βρισκόταν εντός του την παρουσία του και να μην τον χτυπήσει με κάποιο απότομο άνοιγμα. Βρήκα τον συλλογισμό του αρκετά προνοητικό. Η όψη του μου έκανε εντύπωση, είχε μια ευγένεια. Στη συνέχεια συστήθηκε λέγοντας με ήρεμη φωνή πως ονομάζεται κος Παπαδόπουλος και διαμένει στο διαμέρισμα δίπλα μου. Ήταν ντυμένος ασφυκτικά, ενώ ο καιρός δεν είχε κρυώσει ακόμα. Μακρύ χοντρό παλτό, σκούφος, γάντια, διπλή μάσκα. Δεν έμπαζε από πουθενά. Συστήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου και αφού τον χαιρέτησα μπήκα στο διαμέρισμά μου. Ο κος Παπαδόπουλος αρκετά απογεύματα βλέπει ειδήσεις στην τηλεόραση στο σαλόνι του -αυτό το ξέρω γιατί είναι μεσοτοιχία με το δικό μου- και όταν η δική του συντονίζεται στο ίδιο κανάλι με τη δική μου, αυτές αποκτούν ακόμα πιο δραματικό ύφος από αυτό που ήδη έχουν. Ένα απόγευμα μιλούσε αγγλικά και προσπαθούσε να εξηγήσει στον συνομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής την τραγωδία που συνέβη στα Τέμπη. Η προφορά του αν και όχι άπταιστη είχε μια ποιότητα, πράγμα που με έκανε να τον συμπαθήσω περισσότερο. Μια μέρα, ανέβηκα στον τέταρτο για να παραπονεθώ για την ανυπόφορη φασαρία που ακουγόταν από το διαμέρισμα πάνω από το δικό μου όλο το μεσημέρι. Στην επιστροφή ο κος Παπαδόπουλος με περίμενε με ανοιχτή την πόρτα για να με συγχαρεί για τη διαμαρτυρία μου και να μου πει ότι και ο ίδιος ενοχλείται αφόρητα από τη φασαρία των γειτόνων. Μου ζήτησε επίσης να τυπώσω τις ώρες κοινής ησυχίας σε ένα χαρτί και να του το δώσω. Δεν το έχω κάνει ακόμα. Καιρό αργότερα μου διηγήθηκε ιστορίες από το παρελθόν του στην Αλγερία ως τουριστικός πράκτορας. Την επόμενη μέρα ξύπνησα άρρωστος και η σύντομη κουβέντα που είχα το προηγούμενο βράδυ με τον Α. στο μπαρ επανήλθε στη σκέψη μου με μια δόση ειρωνείας. Κάποιες στιγμές τρομάζω στην ιδέα μήπως γίνω και εγώ ένας ακόμα μοναχικός ηλικιωμένος στο πάτωμα του τρίτου ορόφου. Προσπαθώ να φανταστώ ποιες θα ήταν οι δικές μου παραξενιές και ιδιοτροπίες. Το βλέπω λίγο δύσκολο όμως. Όχι ότι δεν θα γίνω κι εγώ -μάλλον- ένας ηλικιωμένος κύριος με τα δικά του χούγια. Μα αν φτάσω στην ηλικία τους, κατά πάσα πιθανότητα και οι δυο θα λείπουν.
Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΛΩΣΤΡΑΣ
Το κέντρο αυτής της πόλης έχει καταντήσει ανυπόφορο τον τελευταίο καιρό. Αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια απέραντη σκηνή παίζοντας σε κάποιο θέαμα που δεν τελειώνει ποτέ. Ακούμπησα το ποδήλατο στο ξερακιανό δέντρο στο πεζοδρόμιο και κατευθύνθηκα στο μπαρ. Ο Α. βρισκόταν στη συνηθισμένη του θέση πάνω στον ανοξείδωτο πάγκο πάνω από τα ψυγεία. Στο ένα χέρι κρατούσε στριφτό τσιγάρο και στο άλλο το κινητό. Πήρα θέση στη δεξιά άκρη της μπάρας, στο σημείο που τελειώνει, σχηματίζοντας ένα τέλειο ημικύκλιο, ώστε να έχω οπτική επαφή με το ποδήλατο. Αν και είχα την αλυσίδα με το λουκέτο μαζί αποφάσισα απλώς να το στηρίξω πάνω στο δεντράκι. Τεχνητό σασπένς κι αχρείαστο. Ο Α. ακούμπησε το ποτό μου πάνω στο χάρτινο σουβέρ και αφού φλυαρήσαμε λίγο μου είπε με ελαφριά απάθεια, πως αρρωσταίνει σχετικά σπάνια, αλλά ακόμα και όταν συμβαίνει αυτό συνήθως το καταλαβαίνει από την προηγούμενη. Χαμογέλασα και του απάντησα πως στη δική μου περίπτωση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο κόσμος ήταν λιγοστός, γεγονός που με έκανε να νιώθω μια άνευ σημασίας άνεση στο χώρο. Μια παρέα τριών κοριτσιών έπινε το κρασί της και συζητούσε στο τραπέζι ακριβώς μπροστά μου. Θυμήθηκα ότι είχαμε γνωριστεί με τη μια εξ’ αυτών στην ταβέρνα του Μήτσου στη Δονούσα, το προηγούμενο καλοκαίρι. Τρώγαμε και πίναμε ένα βράδυ μετά τη θάλασσα σε ένα από αυτά τα τραπέζια που ξεκινούν με δυο - τρεις και τελικά καταλήγουν σε μικρό, ιδιωτικό πανηγύρι. Εκείνη δεν με αναγνώρισε, αλλά ούτε κι εγώ έκανα κάποια προσπάθεια. Στην μπάρα εκτός από μένα καθόταν δίπλα μου και δυο κλασικοί θαμώνες, όπως και ένα ζευγάρι στο πρώτο ή δεύτερο ραντεβού. Αμφιταλαντευόμουν για το αν θα έπαιρνα ακόμα ένα ποτό ή τον δρόμο για το σπίτι. Το δίλλημα απαντήθηκε γρήγορα με ένα νεύμα στον Α. Δεν είχα καμία διάθεση για φλερτ και όλοι έδειχναν απορροφημένοι στον μικρόκοσμό τους, τα σύνορα του οποίου έφταναν μέχρι την περιφέρεια του στρογγυλού μαρμάρινου τραπεζιού που καθόταν. Πλήρωσα κάπως βιαστικά και βγήκα έξω. Ανέβηκα στο ποδήλατο και αφέθηκα στην κατηφόρα. Ο αέρας στο πρόσωπο ήταν αναζωογονητικός. Πήρα το ποδήλατο στον ώμο και ελαφρώς λαχανιασμένος ανέβηκα τα τρία πατώματα που χωρίζουν το ισόγειο από το διαμέρισμά μου, εκατέρωθεν του οποίου κατοικούν δυο ηλικιωμένοι κύριοι αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο κύριος από το δεξί διαμέρισμα έχει μια ελαφρώς στριφνή έκφραση, η οποία υποχώρησε λίγο για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα που συναντηθήκαμε στα σκαλιά της πολυκατοικίας με τα ψώνια της λαϊκής. Προσπαθούσε, με ολοφάνερη δυσκολία, να ανεβάσει το καροτσάκι του που ήταν γεμάτο με ψώνια. Βλέποντάς τον να δυσκολεύεται, του πρότεινα να τον βοηθήσω. Δεν δέχτηκε. Τουλάχιστον από εκείνη τη μέρα και έπειτα σταμάτησε να μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις του τύπου, «πόσοι μένετε στο διαμέρισμα» και άλλα παρόμοια, κάθε φορά που συναντιόμασταν. Αργότερα έμαθα πως είναι συνταξιούχος αντιεισαγγελέας. Τα υπνοδωμάτιά μας είναι μεσοτοιχία και αρκετά βράδια που ξαπλώνω νηφάλιος δεν με αφήνει να κοιμηθώ από το ροχαλητό. Άλλες φορές πάλι, ξυπνάω από το εκκλησιαστικό πρόγραμμα που ακούει στο ραδιόφωνο. Ο κύριος του αριστερού διαμερίσματος από την άλλη, φαίνεται διαμετρικά αντίθετος. Τον γνώρισα ένα μεσημέρι στονδιάδρομο βγαίνοντας από το ασανσέρ. Λίγο πριν αυτό φτάσει στο τρίτο πάτωμα άκουσα μερικά ελαφριά χτυπήματα στην πόρτα του. Στεκόταν μερικά βήματα πίσω της και μου εξήγησε ότι την χτύπησε για να αντιληφθεί αυτός που βρισκόταν εντός του την παρουσία του και να μην τον χτυπήσει με κάποιο απότομο άνοιγμα. Βρήκα τον συλλογισμό του αρκετά προνοητικό. Η όψη του μου έκανε εντύπωση, είχε μια ευγένεια. Στη συνέχεια συστήθηκε λέγοντας με ήρεμη φωνή πως ονομάζεται κος Παπαδόπουλος και διαμένει στο διαμέρισμα δίπλα μου. Ήταν ντυμένος ασφυκτικά, ενώ ο καιρός δεν είχε κρυώσει ακόμα. Μακρύ χοντρό παλτό, σκούφος, γάντια, διπλή μάσκα. Δεν έμπαζε από πουθενά. Συστήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου και αφού τον χαιρέτησα μπήκα στο διαμέρισμά μου. Ο κος Παπαδόπουλος αρκετά απογεύματα βλέπει ειδήσεις στην τηλεόραση στο σαλόνι του -αυτό το ξέρω γιατί είναι μεσοτοιχία με το δικό μου- και όταν η δική του συντονίζεται στο ίδιο κανάλι με τη δική μου, αυτές αποκτούν ακόμα πιο δραματικό ύφος από αυτό που ήδη έχουν. Ένα απόγευμα μιλούσε αγγλικά και προσπαθούσε να εξηγήσει στον συνομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής την τραγωδία που συνέβη στα Τέμπη. Η προφορά του αν και όχι άπταιστη είχε μια ποιότητα, πράγμα που με έκανε να τον συμπαθήσω περισσότερο. Μια μέρα, ανέβηκα στον τέταρτο για να παραπονεθώ για την ανυπόφορη φασαρία που ακουγόταν από το διαμέρισμα πάνω από το δικό μου όλο το μεσημέρι. Στην επιστροφή ο κος Παπαδόπουλος με περίμενε με ανοιχτή την πόρτα για να με συγχαρεί για τη διαμαρτυρία μου και να μου πει ότι και ο ίδιος ενοχλείται αφόρητα από τη φασαρία των γειτόνων. Μου ζήτησε επίσης να τυπώσω τις ώρες κοινής ησυχίας σε ένα χαρτί και να του το δώσω. Δεν το έχω κάνει ακόμα. Καιρό αργότερα μου διηγήθηκε ιστορίες από το παρελθόν του στην Αλγερία ως τουριστικός πράκτορας. Την επόμενη μέρα ξύπνησα άρρωστος και η σύντομη κουβέντα που είχα το προηγούμενο βράδυ με τον Α. στο μπαρ επανήλθε στη σκέψη μου με μια δόση ειρωνείας. Κάποιες στιγμές τρομάζω στην ιδέα μήπως γίνω και εγώ ένας ακόμα μοναχικός ηλικιωμένος στο πάτωμα του τρίτου ορόφου. Προσπαθώ να φανταστώ ποιες θα ήταν οι δικές μου παραξενιές και ιδιοτροπίες. Το βλέπω λίγο δύσκολο όμως. Όχι ότι δεν θα γίνω κι εγώ -μάλλον- ένας ηλικιωμένος κύριος με τα δικά του χούγια. Μα αν φτάσω στην ηλικία τους, κατά πάσα πιθανότητα και οι δυο θα λείπουν.
ΟΙ ΑΠΑΤΕΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ
Ένας Αμερικάνος κωμικός, ο George Carlin, είπε κάποτε: «Το πιο άδικο στη ζωή είναι ο τρόπος που τελειώνει. Θέλω να πω, η ζωή είναι σκληρή. Σας παίρνει πολύ από τον χρόνο σας. Τι παίρνετε στο τέλος της; Έναν θάνατο! Τι είναι αυτό, μπόνους; Νομίζω ότι ο κύκλος της ζωής έπρεπε να είναι αντίθετος. Πρέπει να πεθαίνεις πρώτα, να το βγάζεις από τη μέση. Μετά να ζεις σε γηροκομείο. Σε διώχνουν όταν γίνεις μικρότερος, παίρνεις ένα χρυσό ρολόι, πηγαίνεις στη δουλειά. Εργάζεσαι σαράντα χρόνια, μέχρι να γίνεις αρκετά νέος για να απολαύσεις τη συνταξιοδότησή σου. Κάνεις ναρκωτικά, αλκοόλ, πάρτι, ετοιμάζεσαι για το λύκειο. Πηγαίνεις στο δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις, δεν έχεις καμία ευθύνη, γίνεσαι μωρό, επιστρέφεις στη μήτρα, περνάς τους τελευταίους εννιά μήνες σου επιπλέοντας… και τελειώνεις ως οργασμός! Δε λέω, ακούγεται ριζοσπαστικό. Θα έφερνε τα πάνω - κάτω σε κάθε κοινωνικό επίπεδο και πολιτειακό κατεστημένο. Μια τέτοια ανάποδη πορεία θα μπορούσε να απαλλάξει το ανθρώπινο είδος από όλους τους φόβους του και οποιοδήποτε άγχος ανεπάρκειας, να καταστείλει κάθε υπαρξιακό αδιέξοδο και να γκρεμίσει κάθε κοινωνική επιταγή. Θα ήταν πραγματικά απελευθερωτικό. Αντί να κοπιάζεις για να αποκτήσεις μια ασφαλή θέση, μια καλή δουλειά, ευπρεπή και ομοιόμορφη εξωτερική εικόνα, τον ιδανικό σύντροφο για να κάνεις οικογένεια και γενικότερα ό,τι ορίζει ως καταξίωση η σύγχρονη και προοδευτική κοινωνία μας, δεν θα ήταν πιο ενδιαφέρον το αντίθετο; Να ξεκινάς τη ζωή διαθέτοντας όλα τα παραπάνω εφόδια και μοναδικός σκοπός να είναι πώς θα τα ξεφορτωθείς, για να επιστρέψεις στη ζεστασιά της μήτρας. Άκρως δελεαστική σκέψη, αλλά πιστεύω ότι ακόμα κι έτσι να ήταν τα πράγματα, πάλι θα καταφέρναμε να βρούμε τον τρόπο, ώστε να ασφυκτιούμε. Ακόμα και κάτι τέτοιο, πάλι θα μας φόρτωνε με το ίδιο κοινωνικό βάρος που κουβαλάμε και τώρα, αφού δεν θα γνωρίζαμε το αντίθετο. Για φαντάσου όμως αυτό. Να ζούμε μια ζωή μη γραμμική. Να έχουμε τη δυνατότητα να παρακάμψουμε κάποιο στάδιο της αν το θέλουμε ή από την άλλη μεριά να παρατείνουμε κάποιο άλλο. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων πόσα χρόνια μας αναλογούν να έχουμε δικαίωμα στην επιλογή πως θα τα δαπανήσουμε. Σαν να είμαστε οι απόλυτοι κυνηγοί της ικανοποίησης. Παραδομένοι ολοκληρωτικά στο τυχαίο και συγκυριακό. Στην περίπτωσή μου, μια τυχαία γνωριμία το καλοκαίρι του 2007 έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας. Ούτε η μοίρα, ούτε το σύμπαν συνωμότησαν για αυτό, παρά μόνο οι συγκυρίες. Όταν ήμουν μικρό παιδί, στην κλασική ερώτηση «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις» δεν θυμάμαι τι απαντούσα, όπως δεν θυμάμαι και πολλά άλλα πράγματα από την παιδική μου ηλικία. Και τώρα που νομίζω ότι το έχω βρει , χαμογελώ με μια μικρή δόση ειρωνείας. Η απόλυτη σιγουριά δεν απέχει πολύ από το να θυμίζει απόλυτη άρνηση. Και ως επί το πλείστον, όσο μεγαλώνει κανείς, αποκτάει όλο και περισσότερο το προσωπείο της σιγουριάς. Ενώ αντιθέτως, η μόνη βεβαιότητα για την οποία μπορεί ο οποιοσδήποτε να είναι ολοκληρωτικά και απόλυτα σίγουρος, είναι το αναπόφευκτο τέλος. Για το οποίο ούτε λόγος. Ίσως για αυτό, όταν οι περισσότεροι αναπολούν το παρελθόν, περιγράφουν τα χρόνια που περάσαν με τον πιο ανάλαφρο και ξέγνοιαστο τρόπο. Σαν να αρνούνται έτσι τα μελλούμενα, με απόλυτη σιγουριά. Η δική μου άποψη σε τέτοιες περιπτώσεις είναι διαμετρικά αντίθετη. Αισθάνομαι ότι όσο απομακρύνομαι από τα χρόνια εκείνα, τόσο πιο ενσυνείδητος και ολοκληρωμένος γίνομαι. Με έναν παράδοξο τρόπο όμως. Η συνειδητότητα και η ολοκλήρωση περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα συνεχούς έλλειψης.
ΑΓΡΙΝΙΟ ΜΥΚΟΝΟΣ
Κάθε φορά που πακετάρω τη μεσαίου μεγέθους τσάντα μου σκέφτομαι «αυτή τη φορά δεν θα πάρω πολλά πράγματα μαζί, μόνο τα απαραίτητα.» Λίγο αργότερα όμως, και με προσεκτικές κινήσεις πασχίζω να κλείσω το φερμουάρ, λες και μέσα στη χειραποσκευή προσπαθώ να χωρέσω κάθε πιθανό σενάριο, μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα, ένα καταδικασμένο καλοκαιρινό έρωτα. Κλειδιά, κινητό, τσιγάρα, χειραποσκευή, κλεφτές ματιές στο σπίτι. Έτοιμος για έναν ακόμα γάμο. Μετά από ένα μικρό μποτιλιάρισμα στο ύψος του Δαφνίου βρισκόμαστε επιτέλους στον ανοιχτό δρόμο. Αισιοδοξία και σενεγαλέζικα κρουστά μέσα, απέραντες δεξαμενές, καπνιστά φουγάρα, η θάλασσα, μια κρεμαστή γέφυρα, υπερμεγέθης σταυρός σε περίοπτη θέση έξω. Το μονόκλινο (κυριολεκτικά) δωμάτιο του «χοτέλ Γαλαξίας» έχει γνήσιο βίντατζ διάκοσμο. Γρήγορος ύπνος, γρήγορο ντους και αναχώρηση για τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής. Η υπερυψωμένη θέση του προσφέρει πανοραμική θέα στο χαοτικό Αγρίνιο, ενώ την ίδια στιγμή με ένα στρίψιμο του κεφαλιού προς την αντίθετη κατεύθυνση, το βλέμμα σκοντάφτει στα ατσούμπαλα, αλλά περιποιημένα πρόσωπα των καλεσμένων. Επόμενος σταθμός στο κλασικό γαμήλιο τελετουργικό, είναι η λίμνη Τριχωνίδα για το πολυπόθητο φαγητό. Στο κέντρο αριθμημένες άσπρες ροτόντες έτοιμες να φιλοξενήσουν τις αναπόφευκτα τετριμμένες συζητήσεις. Το ζευγάρι εμφανίζεται ξαφνικά και με αισθητή καθυστέρηση μέσα από καπνούς και υπό τους ήχους σφυριγμάτων και μουσικής που θυμίζει βραζιλιάνικη φιέστα. Ευτυχώς το αλκοόλ καταφέρνει να γκρεμίσει εύκολα τα προπύργια του καθωσπρεπισμού σε τέτοιες περιστάσεις και καταναλώνεται με ευκολία. Σύντομα οι καλεσμένοι βρίσκονται στην πίστα για χορό. Κατά τη θεωρία μου, αμέσως χωρίζονται σε μεθυσμένους, χορευταράδες, και απλούς αμήχανους παρατηρητές. Η θέα του αντικατοπτρισμού της πανσέληνου στη λίμνη κλέβει την παράσταση. Η επόμενη μέρα με βρίσκει να περιφέρομαι στην λαβυρινθώδη ρυμοτομία της πόλης ψάχνοντας για ένα αξιοπρεπές καφέ, ώστε να καταφέρω να δουλέψω λίγο. Περπατώντας περνάω μπροστά από μια διπλή μεταλλική κατασκευή, πάνω στην οποία είναι κολλημένα τόσα πολλά κηδειόχαρτα που με κάνουν να απορώ, αν συμβαίνει κάτι περίεργο στην πόλη. Ο Κ. με συναντάει στο καφέ, είναι σε χειρότερη κατάσταση από εμένα και έτσι κάπως αναθαρρώ. Χωρίς πολλά πολλά, συμφωνούμε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Στην πορεία όμως αποφασίζουμε να λοξοδρομήσουμε προς το ηρωικό Μεσολόγγι, που μπροστά στο Αγρίνιο μοιάζει με ένα μικρό Παρίσι. Η θέα στις αλυκές και τη λιμνοθάλασσα έξω από την πόλη, σβήνει γρήγορα την ανάμνηση της οπτικής ρύπανσης του Αγρινίου. Το μεγάλο γεγονός των ημερών είναι το πανηγύρι του Άη Συμιού. Ένα αρχέγονο, λαογραφικό υπερθέαμα χωμένο σε ένα μικρό δάσος λίγο έξω από το Μεσολόγγι. Το Τζόνι ρέει άφθονο, όπως και τα δολάρια μαζί με την τεστοστερόνη. Τα άλογα προσπαθούν να παραμείνουν ήρεμα μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία. Η ατμόσφαιρα είναι έντονα φορτισμένη. Πλαστικά τραπέζια, πλαστικά ποτήρια και κόσμος χωρισμένος σε παρέες - ζυγιές. Τα νταούλια και οι ζουρνάδες από τις ζυγιές των Ρομά οδηγούν κάποιους στην έκσταση και εμάς στη δική μας ηρωική έξοδο. Πίνουμε μπύρα στην άδεια πλατεία έξω από τη δημοτική πινακοθήκη. Το Μεσολόγγι έχει ήδη πέσει για ύπνο. Πολύ σύντομα καταλήγουμε και εμείς ιδρωμένοι για ύπνο στο μικροσκοπικό δωμάτιο του ξενοδοχείου «Αύρα», η πόρτα του οποίου άνοιγε μέχρι τα μισά, γιατί έβρισκε στην παλιά ξύλινη ντουλάπα που υπήρχε ακριβώς πίσω της. Δύο εβδομάδες αργότερα, ακόμα ένα ταξίδι για γάμο. Πρωινό ξύπνημα για Πειραιά, Σύρο, Μύκονοοο. Η βίλα Μαγδαλένα μας υποδέχεται ασφυκτιώντας ανάμεσα στις υπόλοιπες βίλες της πλαγιάς και εμείς με συνοπτικές διαδικασίες επιλέγουμε δωμάτια. Για τις επόμενες δύο ημέρες θα κοιμόμουν στο αυτόνομο σπιτάκι στην αριστερή πλευρά της πισίνας. Η θέα του ατελείωτου μπλε ηρεμεί και γαληνεύει. Με τα λόγια Μποντλαίρ, «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή, από το να βυθίζεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας». Αν δεν είχα αναλάβει πάλι μια αχρείαστη δουλειά, που μόνο εγώ πίστευα ότι έπρεπε να τελειώσει αυστηρά μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, όλα θα πήγαιναν φίνα. Στις επτά το απόγευμα είναι προγραμματισμένο να ξεκινήσει το πάρτυ της Ε. και του Χ., πριν την κύρια τελετή της επόμενης μέρας. Οι υπόλοιποι της παρέας, αφού απόλαυσαν την μεσημεριανή ραστώνη και την ηρεμία της πισίνας, ετοιμάζονται για το πάρτυ. Εγώ από την άλλη, με άφθονες δόσεις μαζοχισμού ξεκινώ προς αναζήτηση γρηγορότερου ίντερνετ και κάπως έτσι καταλήγω σε μια άβολη γωνιά μιας αλυσίδας καφέ κοντά στη χώρα. Το μαγαζί τουλάχιστον, είναι διαμπερές και το διαπερνά ένα πολύ ευχάριστο αεράκι. Ούτε εκεί όμως καταφέρνω να ολοκληρώσω τη δουλειά. Αποδέχομαι την ήττα μου και ξεκινώ για το πάρτυ με τρεις ώρες καθυστέρηση και πολύ εκνευρισμό. Φτάνοντας στην είσοδο του πάρτυ αναρωτιέμαι αν ο χώρος είναι κάποιο μπουτίκ ξενοδοχείο ή ένα από αυτά τα Μυκονιάτικα ρέστοραν - μπαρ. Τελικά ήταν η εξοχική κατοικία της νύφης. Με ανάμεικτα συναισθήματα ταξικής φύσης και διασχίζοντας το όμορφο και ανέμελο πλήθος καλεσμένων που χορεύει, καταλήγω με ανακούφιση στο μπαρ. Ο ενδυματολογικός κώδικας της βραδιάς είναι εμπνευσμένος από τη δεκαετία του εβδομήντα και μου είναι αδύνατο να μην παρατηρήσω ότι οι περισσότεροι έδειχναν εντελώς ξένοι μέσα στα ρούχα τους. Μοιάζουν σαν μέλη κάποιου περιοδεύοντος, καλλιτεχνικού θίασου. Εγώ από την άλλη, φοράω ένα παλιό πουκάμισο, δεύτερο χέρι, αγορασμένο από ένα κατάστημα στο Λονδίνο, πραγματικά βίντατζ. Σταδιακά και κάνοντας στην άκρη κάθε είδους ανασφάλεια, αισθάνομαι άνετα στο σκηνικό που έχει στηθεί γύρω μου. Με κατακλύζει ένα συναίσθημα ηρεμίας, και μια γλυκιά εσωτερική φωνή μου ψιθυρίζει ότι έχω κάθε λόγο να παρευρίσκομαι και εγώ σε αυτή τη γιορτή. Την επόμενη μέρα όλοι ξυπνάμε αργά από την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας. Ο αέρας έχει πέσει και η πηχτή μεσημεριανή ζέστη μας βρήκε αραχτούς στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στην πισίνα. Σχολιάζουμε και κρίνουμε αυστηρά τις εμφανίσεις και τις κοινωνικές, χορευτικές και κάθε είδους επιδόσεις γνωστών και αγνώστων της προηγούμενης νύχτας. Νωρίς το απόγευμα βρισκόμαστε όλοι στο κτήμα που θα παιζόταν το τελευταίο μέρος της γιορτής, η εβραϊκή γαμήλια τελετή. Ο ραβίνος έχει έντονα παιχνιδιάρικη διάθεση και ο εισαγωγικός λόγος γίνεται σε τέσσερις γλώσσες, ελληνικά, εβραϊκά, γαλλικά και αγγλικά, καθώς οι καλεσμένοι διακρίνονταν για την κοσμοπολίτικη καταγωγή τους. Τρεις κουμπάρες και ένας κουμπάρος εκτελούν πιστά τις εντολές του ραβίνου. Το τελετουργικό περιλαμβάνει επίσης την ανάγνωση επτά ευχών, από τους προαναφερόμενους, σχετικών με την καλοτυχία και ευζωία των νεόνυμφων. Η τελετή λήγει με το καθιερωμένο σπάσιμο του ποτηριού και τα «μάζελ τοφ» από τον ραβίνο και τους καλεσμένους. Τα αιώνια δεσμά των νεόνυμφων είναι πια γεγονός. Ένα κορίτσι, που εκτελεί χρέη κουμπάρας, ξεχωρίζει μέσα στο απλό, αλλά πολύ κολακευτικό μακρύ, μωβ φόρεμά της. Συστηνόμαστε με τη Μαρία στα γρήγορα, την στιγμή που το πλήθος διαλύεται για να κατευθυνθεί στα τραπέζια του φαγητού. Για καλή μου τύχη συναντιόμαστε ξανά, κάτω από μια αψίδα που σχημάτιζαν διάφορα φρέσκα λουλούδια στο σημείο που χώριζε τον χώρο της τελετής από τον χώρου του φαγητού. Εκεί ξεστομίζω μια αμήχανη ατάκα σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην εβραϊκή παράδοση. Το ύφος της φίλης μου που στέκεται δίπλα και ακούει τη στιχομυθία περιγράφει ακριβώς την κατάσταση, και όχι με τον πιο θετικό τρόπο. Ας είναι, θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες. Τουλάχιστον έκανα αισθητή την παρουσία μου. Σειρά έχουν οι λόγοι από συγγενείς και φίλους. Κάποιοι ειλικρινείς και συγκινητικοί, άλλοι μακρόσυρτοι και αμήχανοι. Μετά ευχές, φαγητό, χαμηλόφωνες κουβέντες, κοινωνικός σχολιασμός. Πόσο όμορφοι και καλοβαλμένοι είναι όλοι, σε κάνει να αναρωτιέσαι. Μετά γλυκά, ποτό, χορός, περιπλανώμενα βλέμματα. Που να είναι η Μαρία; Επιστρέφουμε την Κυριακή των επαναληπτικών εκλογών. Ο «Θεολόγος», το πλοίο μας, μας περιμένει στο λιμάνι σημαίνοντας τη λήξη του τριημέρου στο νησί των ανέμων. «Έλα πίσω, πίσω, εμένα θα κοιτάς, πίσω, αριστερά το τιμόνι, πίσω, ώπα, σβήσ’ το». Βρισκόμαστε όλοι στο κατάστρωμα, ο καθένας με τις σκέψεις του. Μετρημένα τα λόγια και νύστα πολλή. Η εμφάνιση της Μαρίας στο κατάστρωμα, κάνει το ταξίδι πιο ενδιαφέρον. Κάθεται απέναντι μου και ανάμεσα στις κουβέντες και τις νυσταγμένες κλίσεις του κεφαλιού προσπαθώ να χαρτογραφήσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στο λιμάνι της Ραφήνας αποχαιρετιόμαστε με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε για μπύρες. Αυτό το διάστημα αισθάνομαι σαν να διασχίζω ένα στενό μονοπάτι. Το μονοπάτι περνάει από τόπους που άλλοτε είναι οικείοι και φιλόξενοι και άλλοτε ξένοι και αχανείς. Την Τρίτη θα βγω με την Μαρία.
ΧΕΡΙΑ
Ο Μερσώ, ένας νεαρός ιδιωτικός υπάλληλος που ζούσε μόνος του, κάπου στο Αλγέρι πήρε την κατάσταση στα χέρια του και σκότωσε τον Άραβα. Δεν το μετάνιωσε και το μόνο που τον έκανε να αισθάνεται λιγότερο μόνος ήταν η ευχή του να είναι πολλοί οι θεατές την ημέρα της εκτέλεσής του. Δώδεκα χιλιάδες χρόνια πριν, οι πρώτοι άνθρωποι στα πρώτα σπίτια τους, που δεν ήταν άλλα από υγρά και σκοτεινά σπήλαια, άφησαν τα ίχνη των χεριών τους πάνω στα τοιχώματα τους. Στην «σπηλιά των χεριών», στην Παταγονία της νότιας Αργεντινής αρνητικά είδωλα εικόνων, συνήθως της αριστερής παλάμης, μας στέλνουν προϊστορικούς χαιρετισμούς από μακρινούς προγόνους μας. Από την εποχή των πρώτων εικόνων, του πρώτου λόγου. Του λόγου της εικόνας. Ο Θ. ήταν χαμένος από χέρι. Το διαισθανόμουν χρόνια τώρα, χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη, λογική εξήγηση για αυτή τη διαίσθηση. Ένα βράδυ που του τηλεφώνησα, επιβεβαιώθηκα. Το αυτοματοποιημένο μήνυμα της εταιρίας τηλεπικοινωνιών με ενημέρωσε πως ο συνδρομητής που είχα καλέσει είχε ενεργοποιήσει τη φραγή εισερχομένων κλήσεων. Το ίδιο μήνυμα επαναλαμβανόταν για χρόνια σε όλες τις επόμενες προσπάθειές μου να τον βρω και τα σενάρια από φίλους και γνωστούς έδιναν και έπαιρναν. Από την άλλη, κάποιες στιγμές αισθάνομαι ότι χρειάζομαι κάποιον να με πάρει από το χέρι και να μου δείξει πως ισορροπούν στη ζωή κι ας πέταξα τις βοηθητικές ρόδες δεκαετίες τώρα. Ο Κ. είχε πάντα την τάση να έλκεται από τραυματισμένες θηλυκές ψυχές. Έβρισκε σε αυτές κάτι δικό του μάλλον, κάτι αρκετά οικείο. Τις προσέγγιζε με τακτ, αλλά στη συνέχεια το πράγμα άλλαζε και με δεξιοτεχνία τις έκανε του χεριού του. Ελευθερία και δικαιοσύνη πρέπει να πηγαίνουν χέρι - χέρι. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς δικαιοσύνη, είπε ο Κοραής. Κι όμως, υπάρχουν ακόμα, πολλοί που αναφέρονται στη σύντροφό τους λέγοντας ότι την πήραν από πρώτο χέρι. Τι θα έκαναν η ελευθερία και η δικαιοσύνη αν το άκουγαν αυτό άραγε; Όταν μπήκα στο νέο σπίτι οι τοίχοι ήταν βαμμένοι φιστικί. Σε μια συγκεκριμένη απόχρωση όμως, αυτή που σου προκαλεί κατάθλιψη. Έφταιγε βέβαια και το σαγρέ ανάγλυφο τους. Μαζευτήκαμε λοιπόν ένα Σάββατο και το βάψαμε. Μας πήρε μόλις τρία χέρια να σβήσουμε την κατάθλιψη. Η μητέρα μου είναι χρυσοχέρα, της αρέσει να διακοσμεί ρούχα και παπούτσια. Οι πούλιες και τα στρας πάνε σύννεφο. Για να μην αναφέρω τα τρουκς, τα λαχούρια, τα κουμπιά και δεν συμμαζεύεται. Εκείνο το πρωί είχα καθυστερήσει είκοσι λεπτά πάνω - κάτω. Άνοιξα την πόρτα και τους βρήκα καθισμένους στο μεγάλο τραπέζι αντικριστά να κοιτάζουν το κενό σιωπηρά. Το brainstorming δεν πήγαινε καλά. Κατάλαβα ότι και οι υπόλοιποι είχαν καθυστερήσει πριν από μένα. Ο Λ. άστραψε, βρόντηξε το χέρι του στο γυάλινο τραπέζι και εκστόμισε πράγματα που με έκαναν έξαλλο. Η ένταση και ο θυμός του φανέρωσαν έκδηλα τον καταπιεσμένο εαυτό που τόσο καλά έκρυβε. Σαστισμένος παλινδρομούσα μεταξύ έκρηξης και άρνησης. Δεν συνέβη ξανά κάτι παρόμοιο. Και ο Άγιος φοβέρα θέλει. Ο San Gennaro είναι ο προστάτης της Νάπολης και ένας από τους πιο σεβαστούς Αγίους σε όλη την Ιταλία. Κι όμως ένας άλλος, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, λατρεύεται περισσότερο και από τον Θεό σε αυτή την πόλη του ιταλικού νότου. Με το ιστορικό «Χέρι του Θεού» έδωσε προβάδισμα στην εθνική ομάδα της Ιταλίας για την κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλου ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του ‘86.
ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ - ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ήμουν στα μισά της τετάρτης δημοτικού -της τρίτης η αδελφή μου η Μαρία- όταν μετακομίσαμε από την πλατεία Αττικής στην Παιανία. Τότε δεν αναρωτήθηκα πώς και γιατί καταλήξαμε σε αυτή την απομακρυσμένη κωμόπολη στησκιά του Υμηττού, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους οι γονείς μας χωρίσανε. Μόνο μεγαλώνοντας κανείς, αποκτά σταδιακά την ικανότητα να διακρίνει τις ιδιαίτερες σχέσεις και εκείνα τα γεωμετρικά σχήματα που αναπτύσσονται και επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων με τρόπο καθοριστικό. Για τα επόμενα έξι χρόνια της σύντομης -μέχρι τότε- ζωής μου κατοικούσαμε σε ένα ρετιρέ στον τέταρτο όροφο. Στην «πολυκατοικία του γύφτου». Μάλιστα, είχε και όνομα. Κατά τα άλλα ήταν μια κλασική κακοσχεδιασμένη πολυκατοικία της δεκαετίας του εβδομήντα και της αποξένωσης. Ποτέ δεν έμαθα γιατί την ονόμασαν έτσι, ούτε επίσης κατοικούσε εκεί κάποιος περίφημος γύφτος. Το διαμέρισμα εσωτερικά ήταν σαν μικρός λαβύρινθος και καθόλου πρακτικό. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο βρισκόσουν στο μικρό χολ, το οποίο διέτρεχε ένας οριζόντιος διάδρομος που παρείχε πρόσβαση στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Το υπνοδωμάτιό μας βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του διαμερίσματος και ήταν επιπλωμένο λιτά, με δύο μονά κρεβάτια και μια διπλή βιβλιοθήκη-γραφείο από φθηνή σουηδική πεύκη όλα. Ο πατέρας κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο και συχνά, όταν τον ξυπνούσαμε από το παιχνίδι ή την ομιλία μας, έβαζε τις φωνές και ξανακοιμόταν. Τότε εμείς σταματούσαμε ό,τι κάναμε και περιμέναμε να ξυπνήσει για να φύγει για τη δουλειά. Τότε, θα ήμασταν πάλι μόνοι και ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πολλές φορές ο πατέρας πριν φύγει με το ταξί, μας ανέθετε κάποιες δουλειές τού σπιτιού. Μια από αυτές, μεταξύ άλλων, ήταν και το πότισμα των φυτών και των λουλουδιών που ήταν φυτεμένα στις χτιστές ζαρντινιέρες και στις πλαστικές γλάστρες έξω στη βεράντα. Συχνά όμως εμείς, με το παιχνίδι ή από παιδική αφηρημάδα, ξεχνούσαμε να ποτίσουμε και έτσι ο πατέρας όταν γυρνούσε από τη δουλειά, πάλι μας έβαζε τις φωνές ή έβγαζε τη ζώνη. Στον πατέρα άρεσε να φυτεύει και να περιποιείται τα φυτά του, για εμάς όμως ήταν απλώς μια αγγαρεία. Η βεράντα ήταν τεράστια, ίσως και μεγαλύτερη από το ίδιο το σπίτι. Είχε σχήμα «γάμα» και τα καλοκαίρια περνούσαμε πολύ χρόνο εκεί παίζοντας. Στα παιδικά μας μάτια ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή βεράντα. Ήταν το αντίθετο του μέσα. Με την απεραντοσύνη της λειτουργούσε σαν ένα κατώφλι για έναν χώρο, όπου οι περιορισμοί και η επιτήρηση έπαυαν και εμείς νιώθαμε χαρούμενοι και ξένοιαστοι. Στο δικό μου σπίτι, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έχουν έρθει στα μέτρα μου. Τα φυτά βρίσκονται εντός και η βεράντα έχει υποχωρήσει τόσο, όσο ένα κυριολεκτικό κατώφλι. Το «γάμα» ίσιωσε σε μια στενή λωρίδα, όπου μετά βίας χωράει μια καρέκλα στο μήκος. Πλέον φροντίζω τα δικά μου φυτά, κοιτάζοντας από μία άλλη θέση τώρα, με μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση τα μακρινά χρόνια στο ρετιρέ της Παιανίας. Είμαι εγώ που βάζω τις φωνές στον γείτονα που σέρνει τα έπιπλα.
ΒΑΛ ΝΤΙ ΝΟΤΟ
Μετά από μερικές ώρες, φτάνουμε στο λιμάνι της Πάτρας. Επικρατεί μια παράξενη ηρεμία. Είναι λες και τα λιγοστά πλοία είναι μόνιμα δεμένα στους ντόκους, σαν να μη σαλπάρουν ποτέ. Στην πύλη, η εταιρία σεκιούριτι κάνει έναν υποτυπώδη έλεγχο στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε προς τον καταπέλτη του πλοίου. Μας οδηγούν στο τελευταίο αμπάρι, βαθιά στα σιδερένια σωθικά του. Έχουμε μπροστά μας δεκαεπτά ώρες μέχρι το Μπάρι. Τώρα πια όταν αλλάζουμε ζώνη ώρας ταξιδεύοντας, δεν βάζουμε το ρολόι μια ώρα πίσω ή τέσσερις μπροστά. Η ώρα αλλάζει αυτόματα. Είναι κι αυτό ένα σημάδι της αποκοπής μας από τον πραγματικό χρόνο. Όλα πλέον, κινούνται σε έναν άλλο χρόνο και χώρο που ξεκινάει πάντα με το πρόθεμα μέτα… Το επόμενο πρωί ξεκινάμε για τη Ματέρα με ιταλικά τραγούδια στο αυτοκίνητο. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές ενός φαραγγιού. Η ομοιομορφία στην όψη της είναι εντυπωσιακή, σε ξεγελάει σαν εκείνα τα στερεογράμματα που κοιτούσαμε μικροί. Φεύγουμε δυο ώρες αργότερα, και τραβάμε καρφί για νότια. Από το πορθμείο του Σαν Τζιοβάνι παίρνουμε μια παντόφλα, διαμπερή, η πρύμνη δεν ξεχωρίζει από την πλώρη. Έτσι δε χρειάζεται να μανουβράρει κάθε φορά που δένει στη μια ή την άλλη πλευρά της διαδρομής. Μας παίρνει περίπου είκοσι λεπτά να διασχίσουμε το στενό και να βγούμε στη Μεσσίνα. Από εκεί, κατεβαίνουμε όλη την ανατολική πλευρά της Σικελίας από βορρά προς νότο, και το βράδυ φτάνουμε επιτέλους στην πόλη της Ραγκούζα. Τον προορισμό μας για τις επόμενες έντεκα ημέρες. Στο κατάλυμα μας υποδέχεται ο χαμογελαστός Τζουζέπε που δεν μιλάει γρι Αγγλικά. Καταφέρνουμε όμως να συνεννοηθούμε με λιγοστές λέξεις, πολλές χειρονομίες και νεύματα του κεφαλιού. Διαλέγω τη σοφίτα, που έχει ξεχωριστή πρόσβαση από το στενάκι στο πλάι. Με κάνει να αισθάνομαι λίγο πιο ανεξάρτητος. Με την επικλινή της στέγη νιώθω σα να βρίσκομαι σε σκηνή από τούβλα και κεραμίδια. Στο ψυγείο υπάρχουν τέσσερις χυμοί ροδάκινου σε ατομικές, χάρτινες συσκευασίες. Μου θύμιζουν τις κονσέρβες ροδάκινο που φύλαγε η γιαγιά μου για παν ενδεχόμενο, στα ντουλάπια της κουζίνας. Στο κέντρο της παλιάς πόλης της Ραγκούζα, την Ίμπλα, βρίσκεται ο επιβλητικός καθεδρικός του Σαν Τζώρτζιο. Αν κάνει κανείς λίγη υπομονή και περιμένει να φύγουν οι τουρίστες που μπαίνουν για να φωτογραφίσουν, έχει την ευκαιρία να απολαύσει την καταπραϋντικά,εκκωφαντική ησυχία που απλώνεται εντός. Στα στασίδια της κατακλίζομαι από μια σπάνια ηρεμία. Η γιαγιά μου νομίζω πως δεν έχει βρεθεί ποτέ στη ζωή της σε κάποιο καθεδρικό ναό. Ο δικός της ναός ορίζεται από τους τοίχους της κουζίνας και φτάνει μέχρι τον φράχτη του κήπου. Έξω, στον κεντρικό δρόμο της πόλης που ενώνει τον καθεδρικό με το πάρκο τζιαρντίνο Ιμπλέο και λίγο πριν φτάσεις εκεί, υπάρχει μια μικροσκοπική γκαλερί. Η Μαργκερίτα, η ιδιοκτήτρια, μεγάλωσε στη λίμνη Κόμο στα βόρεια, αλλά τα καλοκαίρια, σαν αποδημητικό πουλί κατεβαίνει στη Ραγκούζα. Με ξεναγεί με πολλή λεπτομέρεια, εξηγώντας μου τα έργα των τεσσάρων καλλιτεχνών που φιλοξενούσε, χωρίς φανφάρες. Σε αυτή την μπαρόκ κωμόπολη επικρατεί απρόσμενη ηρεμία, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην Σικελία. Τριγύρω μόνο ώχρα και παχιοί, πέτρινοι τοίχοι, λες και φτιάχτηκαν για να φρουρούν καλά ό,τι συμβαίνει εντός τους. Ξυπνώντας την επόμενη μέρα, νομίζω πως έχω ξεχάσει ανοιχτό τον ανεμιστήρα στο σπίτι στην Αθήνα και θα έπιανε φωτιά από την υπερθέρμανση στον κινητήρα που τον περιστρέφει. Η σκέψη και μόνο μου προκαλεί εκνευρισμό και πηγαινοέρχεται στο μυαλό μου καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Σαράντα χιλιόμετρα έξω από την Ίμπλα, βρίσκεται η Μαρίνα ντι Ραγκούζα, το παραθαλάσσιο θέρετρο της. Μου θύμιζει τις απογευματινές βόλτες που έκανα με τη μαμά και τη γιαγιά στην παραλία του χωριού μας, σε μεγαλύτερη κλίμακα και με λιγότερο κιτς. Τότε εντυπωσιαζόμουν από τα πολύχρωμα -κυρίως φθηνά- προϊόντα που κρεμόταν σε κρεμάστρες έξω από τα καταστήματα, σαν παραφορτωμένα τσαμπιά με πλαστικά φρούτα. Έβρισκες από γούνες, σαγιονάρες, γυαλιά, φομπιζού, παιχνίδια, ενθύμια, πίτσα, γύρο μέχρι μαλλί της γριάς και αέρινα φορέματα για νεαρές. Όλα ήταν σε υπερθετικό βαθμό. Σε αντίθεση με εδώ που υπάρχει, αλλά δεν κυριαρχεί, το εμπόριο. Στον παραλιακό δρόμο της Μαρίνας βρίσκεις πλανόδιους πωλητές, κιόσκια με παγωμένη γρανίτα, μπύρες, αναψυκτικά και φαγώσιμα, κυρίως όμως, αισθάνεσαι ολόγυρα την θερινή, εφηβική διέγερση που ψάχνει να βρει διέξοδο. Την επόμενη μέρα βρισκόμαστε στην μπαρόκ πόλη της Μόντικα. Ανηφορίζουμε τα στενά, ζεστά σοκάκια για να επισκεφθούμε τον καθεδρικό της. Ο πιο μνημειώδης σε όλο το Βαλ ντι Νότο. Είναι λίγο πιο φωτεινός από αυτόν της Ραγκούζα, αφιερωμένος όμως, επίσης στο ίδιο άγιο τον Γεώργιο. Η τυπολογία του χώρου είναι παρόμοια. Το σιωπηλό όργανο τοποθετημένο στην ίδια θέση, η κεντρική είσοδος, οι δύο μικρότερες, πλαϊνές είσοδοι εκατέρωθεν του κεντρικού κλίτους, τα εξομολογητήρια, το ιερό, οι μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις Αγίων. Εκτός από τα διακόσια πενήντα σκαλιά που πρέπει να ανέβει κανείς για να βρεθεί στο εσωτερικό της. Από το μέγεθος και μόνο νιώθεις δέος, αν και δεν νιώθω κάποια ιδιαίτερη μυσταγωγία. Όμως το δροσερό αεράκι που κυκλοφορεί ανεμπόδιστα εντός, είναι ανακουφιστικό. Φεύγοντας, καθόμαστε παραδίπλα σε ένα μικρό καφέ για σισιλιάνικη λεμονάδα, προσέκο και Καμπάρι με σόδα. Η ιδιοκτήτρια μιλάει εντυπωσιακά καλά αγγλικά. Λίγο αργότερα συναντάμε τυχαία εκεί και τους πρώτους Έλληνες τουρίστες στο ταξίδι μας. Μια οικογένεια με ένα μικρό παιδάκι. Επισκέπτονταν την κοιλάδα των ναών της «Μεγάλης Ελλάδας στο Αγκριτζέντο». Μετά από μια γρήγορη γνωριμία, η ατάκα «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις έναν έλληνα θα βρεις», συνοδευόμενη από ελαφρύ χαμόγελο δεν άργησε να έρθει από το στόμα του πατέρα. Μετά από αυτό, εγώ θέλω να κρυφτώ σε μια παραλία. Μου λείπει η θάλασσα. Στο δρόμο για το Σαμπιέρι δεν μιλάμε πολύ στο αυτοκίνητο, κάποιες κουβέντες που και που. Μετά από μια ώρα οδήγησης φτάνουμε σε ένα μικρό, γραφικό ψαροχώρι με μια ασύμμετρα μεγάλη πλατεία στο κέντρο του. Μια μπάντα κουρδίζει τα όργανα στη μια άκρη, ενώ πολύς κόσμος περπατάει προς όλες τις κατευθύνσεις, ολοφάνερα χαλαρός και εύθυμος. Νιώθω ευχάριστα οικεία σε αυτό το σκηνικό. Κρατάει ζωντανό κάτι από το παρελθόν με γνήσιο τρόπο. Νομίζεις ότι κάπου, σε μια γωνιά, κάθεται σε μια καρέκλα ο Φελίνι σκηνοθετώντας την πιο νεορεαλιστική ταινία του. Μου δίνει ευχαρίστηση να ξεφεύγω από στημένα μέρη και να βρίσκομαι εκεί, όπου η ανθρώπινη ορμή ρέει ελεύθερα και δεν λογοκρίνεται. Η εικόνα στο Σαμπιέρι είναι αυτή που δεν θα δεις σε ταινίες και σειρές. Εδώ οι ξένοι τουρίστες είναι ελάχιστοι. Ίσως η αίγλη αυτού του τόπου δεν είναι αρκετή. Συνήθως, στα ταξίδια τους στο εξωτερικό, ψάχνουν να βρουν κάτι «ανώτερο» για να ξεφύγουν από την πεζή τους καθημερινότητα. Λες και φεύγοντας θα το πάρουν μαζί τους, ότι κι αν είναι αυτό, όπως κάνουν με τα κιτς σουβενίρ. Καθώς περνούν οι μέρες δημιουργείται σταδιακά μια αίσθηση επανάληψης. Στις κουβέντες και στους ανθρώπους. Μετά από τόσες μέρες που τρώμε σε «καλά» εστιατόρια έχουμε όρεξη για πίτσα. Τη βρίσκουμε σε μια μικρή, πέτρινη στοά, καθέτως του κεντρικού πεζόδρομου της Ραγκούζα. Η πίτσα καλή, η συζήτηση μέτρια. Σχολιάζουμε τι τρώνε οι άνθρωποι στα διπλανά τραπέζια, παρά την ελλιπή μας γνώση για την ιταλική γαστρονομία. Τα αστεία μας χλιαρά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συχνά μου είναι ευκολότερο να απορροφηθώ στις δικές μου σκέψεις. Είναι φορές που θα ήθελανα διαθέτω το ταλέντο να «στρίβω» τη συζήτηση αλλού όταν νιώθω ότι κολλάει. Δυστυχώς όμως, δεν μπορώ. Κι αν τα καταφέρνω κάποιες φορές έχω την αίσθηση ότι η κίνηση αυτή εκλαμβάνεται σαν ωμή επίδειξη πνεύματος, που ίσως δεν διαθέτω. Συνεχίζουμε στους ίδιους ρυθμούς, σε διαφορετικό τραπέζι λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω πίνοντας μαργαρίτες. Στους ίδιους ρυθμούς και στον κήπο πίσω στο σπίτι με μια μπουκάλα λευκό, αφιλτράριστο κρασί. Το λένε Γκρεκάνικο, παρόλο που είναι ντόπιο. Τουλάχιστον πιάνουμε κουβέντα -έστω και αργοπορημένα- για την τέχνη. Κάποια στιγμή με πιάνει μια μικρή δυσφορία, γιατί πέφτουν πολλοί αφορισμοί και τσουβάλιασμα. Το έχουν αυτό, αυτές οι κουβέντες. Αποτραβιέμαι πίσω από ένα παλιό ιταλικό περιοδικό για λίγο. Οχυρωμένος πίσω από τις σελίδες δέχομαι τα φιλικά ειρωνικά σχόλια της παρέας. Τα αφήνω να πέσουν κάτω. Αυτό όμως, που δυσκολεύομαι να αφήσω να πέσει κάτω, είναι η τάση κάποιων ανθρώπων να ακούν μόνο την ίδια τους τη φωνή. Που δεν χάνουν την παραμικρή ευκαιρία να διακόψουν τον συνομιλητή τους, για να πουν αυτό που ήδη έχουν σκεφτεί. Μερικές φορές η ανάγκη του ενός δεν είναι και του άλλου, έτσι η επιθυμία του ενός γίνεται η καταδίκη του άλλου. Καληνύχτα τώρα, τα λέμε το πρωί. Τελευταίες μέρες. Στις Συρακούσες δεν προλαβαίνουμε να δούμε τον πίνακα του Καραβάτζιο, την ταφή της Αγίας Λουκίας. Βρίσκεται στην εκκλησία της Σάντα Λουτσία αλά Μπαντία. Φτάνουμε απέξω πέντε λεπτά, αφότου έχεικλείσει για μεσημέρι. Ξαναδοκιμάζουμε λίγο πριν πάμε για δείπνο έχοντας περπατήσει όλη την Ορτίτζια. Η ώρα όμως, είναι ακριβώς επτά και έχει μόλις κλείσει. Για δεύτερη φορά δεν είμαστε συνεπείς στο ραντεβού με τον πίνακα της ταφής. Θαυμάζουμε το κιαροσκούρο του μεγάλου ζωγράφου της αναγέννησης στο Ίντερνετ αντ' αυτού. Αναρωτιέμαι πόση από την αύρα ενός πίνακα μπορεί να αισθανθεί κανείς, μέσα από την εικόνα μιας εικόνας. Το τελευταίο βράδυ είναι της Παναγίας και στο κέντρο του Σικλί γιορτάζουν την ινφιοράτα. Ο κεντρικός δρόμος είναικλειστός για την παρέλαση από κάρα και άλογα που τα οδηγούν αναβάτες με πολύχρωμες, παραδοσιακές φορεσιές. Κατά μήκος του δρόμου έχουν πάρει θέση μικροί και μεγάλοι, τουρίστες και ντόπιοι, όλοι μαζί ένα διεγερμένο, παλλόμενο κουβάρι. Οι μικροί με ένα παγωτό στο χέρι και οι μεγάλοι με τα κινητά τους τηλέφωνα. Σαν να θέλουν ταυτόχρονα, να κλέψουν κάτι από τη στιγμή αλλά και να αφήσουν λίγη από την παρουσία τους εκεί. Είναι αδύνατο να φύγουμε, καθώς οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Παρατηρώ δύο πολύ όμορφες αναβάτισσες στα άλογά τους μέσα στις παραδοσιακές, κεντητές στολές καλυμμένες με μεγάλα φτερά να παρατηρούν το μαζεμένο πλήθος. Κάποια από τα άλογα φαίνονται εκνευρισμένα. Ένα από αυτά αποφασίζει να ουρήσει. Ίσως και από αντίδραση στο πλήθος που είναισυγκεντρωμένο ασφυκτικά ολόγυρα του. Μου φαίνεται ελαφρώς σουρεαλιστική η σκηνή. Η ζωώδης φύση του αλόγου δεν μπορεί να περιμένει. Στο νυχτερινό πλοίο της επιστροφής, έξω στο κατάστρωμα παρατηρώ υπνωτισμένος τον καπνό του τσιγάρου να συναντιέται με τον καπνό από το φουγάρο και να στροβιλίζονται σε δίνες. Μαζί με τη θαλασσινή αύρα δημιουργούν ένα πέπλο μυστηρίου, που ακολουθεί το πλοίο στο αργό του ταξίδι. Στο βάθος όλα έχουν γίνει ένα, επίπεδα και μαύρα. Τόσο μαύρα που τα μάτια δεν βρίσκουν κάπου για να εστιάσουν. Στο διαμέρισμα ο ανεμιστήρας είναι εκτός λειτουργίας. Το καλώδιο του ρεύματος ριγμένο στο πάτωμα. Το διαμέρισμα δεν έχει πιάσει φωτιά.